ονοκένταυρος
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
ὀνοκένταυρος, ό, θηλ. όνοκένταυρα (Α)
1. είδος πιθήκου χωρίς ουρά
2. είδος δαιμόνων που κατοικούσαν σε άγριους και έρημους τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κένταυρος].