Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
-άομαι, ΜΑτρώω έδεσμα ή εδέσματα επί πλέον του κύριου φαγητού.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀψῶμαι «τρώω προσφάγι»].