παροψώμαι

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

-άομαι, ΜΑ
τρώω έδεσμα ή εδέσματα επί πλέον του κύριου φαγητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὀψῶμαι «τρώω προσφάγι»].