ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
-ηκος, ὁ, Μπορφυρογέννητος, βασιλικό βλαστάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ὄρπηξ «βλαστάρι»].