ξανθοφαής

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ές,

   A goldengleaming, Jo.Gaz.Ecphr.1.58.

German (Pape)

[Seite 275] ές, goldgelb scheinend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθοφαής: -ές, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, Ἰω. Γαζ. Ἔκφρ. 1, 55.

Greek Monolingual

ξανθοφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει σαν χρυσός, χρυσαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -φαής (< φάος), πρβλ. χρυσο-φαής].