ξανθοκόκκινος

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει χρώμα μεταξύ ξανθού και κόκκινου, πυρρός
2. αυτός που έχει μαλλιά ξανθά και δέρμα ερυθρωπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο λεξικό γαλλικής γλώσσας του Γρ. Ζαλίκογλου].