-η, -ο1. αυτός που έχει χρώμα μεταξύ ξανθού και κόκκινου, πυρρός2. αυτός που έχει μαλλιά ξανθά και δέρμα ερυθρωπό.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο λεξικό γαλλικής γλώσσας του Γρ. Ζαλίκογλου].