πυρρός

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρρός Medium diacritics: πυρρός Low diacritics: πυρρός Capitals: ΠΥΡΡΟΣ
Transliteration A: pyrrós Transliteration B: pyrros Transliteration C: pyrros Beta Code: purro/s

English (LSJ)

πυρρά (Ion. πυρρή), πυρρόν, but Trag. and Dor. πυρσός, ή (Dor. ά), όν, E.Ph.32, HF361 (lyr.), Mosch.2.70, cj. in A.Pers.316; rare in Prose, Plu.Pel.22: (πῦρ):—
A flame-coloured, yellowish-red (πυρρὸν ξανθοῦ τε καὶ φαιοῦ κράσει γίγνεται Pl.Ti.68c, cf. Arist.Metaph.1054b13, Gal.9.600), ᾠοῦ τὸ π. the yolk of an egg, Hp.Mul.2.171, PLit.Lond.170 (i A.D.); ἡ λευκότης γίγνεται πυρρή Hp.Aër.20; of sediment in urine, Id.Epid.6.1.5.
2 especially of persons with red hair, Xenoph.16.2, Hdt.4.108; π. τὸ Σκυθικὸν γένος Hp.Aër.20; οἱ ἁλιεῖς π. Arist.Pr.966b26; π. τρίχες Id.GA785a19; of the colour of the first beard, γενειάς A.l.c.; γένυες E.Ph.32; (θρίξ) Theoc.15.130, cf. 6.3.
3 generally, tawny, λέων E.HFl.c., Arist.GA785b17, AP6.263 (Leon.); βοῦς PLond.3.890.5, 10 (i B.C., written πυραί), Plu.2.363b; ἵππος Apoc.6.4; [πώλου] ἡ χρόα στίλβουσα τῆς χαίτης πυρσότατον Plu.Pel.22; αἶγες PHib.1.120.6 (iii B.C.); τὰ χρώματα τῶν κυνῶν X.Cyn.4.7.
4 of more positive colour, red, χλανίς Hdt.3.139; ῥόδον Mosch.2.70; ἕψημα LXX Ge.25.30; τὸ πυρρόν = redness, Ar.Ec.329:—Ep. Comp. (for πυρρότερα) , πῠρώτερα φοινίσσεσθαι to be of a brighter red, Arat.798.
5 blushing, Ar.Eq.900; also κύων.. πύρσ' ἔχουσα δέργματα glaring with bloodshot eyes, E.Hec.1265.
II parox. Πύρρος, ὁ, Pyrrhus, as pr. n.; also Πύρϝος, name of a horse, GDI3119h50 (Corinth); cf. Πυρϝίας IG4.492.5 (Mycenae, vi B.C.), Πυρϝαλίων ib.517.4 (Argos). (Prob. from *πυρσϝός.)

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 d'un rouge de feu;
2 roux;
3 fauve en parl. d'animaux : bœuf;
Sp. πυρσότατος.
Étymologie: p. assimil. p. πυρσός, de πῦρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρρός -ά -όν, poët. ook πυρσός -ή -όν [πῦρ] rood, rossig;; π. γίγνεσθαι blozen Aristoph. Eq. 900; κύων πυρσ’ ἔχουσα δέργματα een hond met rode ogen Eur. Hec. 1265; subst. τὸ πυρρόν de kleur rood; van pers. rood, roodharig; met rossige baard:. ὃ μὲν αὐτῶν πυρρός van hen had de een een rossige baard Theocr. Id. 6.3.

German (Pape)

dor. und poet. πυρσός, feuerfarben, feuerrot, rötlich, in verschiedenen Abstufungen der Farben, bis zum Blonden hin; bes. die Farbe des ersten Bartes, Valcken Phoen. 32; γενειάς, Aesch. Pers. 308; Eur. öfter; Ar. Eq. 897; χείλεα, Theocr. 15.130; χλαινίς, Her. 3.139; nach Plat. Tim. 68c πυρρὸν ξανθοῦ τε καὶ φαιοῦ κράσει γίγνεται. – S. auch nom. propr.

Russian (Dvoretsky)

πυρρός: дор. и староатт. πυρσός 3
1 огненно-красный, темно-оранжевый: πυρρὸν ξανθοῦ τε καὶ φαιοῦ γίγνεται Plat. темно-оранжевый цвет происходит от (смешения) желтого с серым;
2 рыжий (γένυες Eur.; τρίχες Arst.; ἵππος NT);
3 ярко-красный (χλανίς Her.).

Spanish

rojizo

English (Thayer)

(Πύρρος) ('fiery-red'; Fick, Griech. Personennamen, p. 75), Πύρρου, ὁ, Pyrrhus, the proper name of a man: G L T Tr WH.

Greek Monolingual

-ά, -ό / πυρρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. πυρρός, -ή, -όν, και στην τραγ. και δωρ. τ. πυρσός, -ή, -όν, και δωρ. τ. θηλ. πυρσά, Α
1. αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, ξανθοκόκκινος
2. (για πρόσ.) πυρρότριχος
αρχ.
1. (για ζώο) α) ξανθοκόκκινος, καστανόξανθος («oἱ λέοντες πυρροὶ πάντες», Αριστοτ.)
β) μαυροκίτρινος
2. (για καθορισμένο χρώμα) κόκκινος
3. αυτός που κοκκινίζει
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυρρόν
ιδιότητα του ερυθρού, η ερυθρότητα, η κοκκινάδα («τὶ τοῦτό σοι τὸ πυρρόν ἐστιν», Αριστοφ.)
5. φρ. «κύων... πύρσ' ἔχουσα δέργματα» — η σκύλα... που κοιτάζει με φλογισμένα μάτια (Ευρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυρρός / πυρσός (πρβλ. θάρρος: θάρσος) συνδέεται προφανώς με τους τ. πῦρ, πυρσός (βλ. λ. πυρ), αλλά ο ακριβής τρόπος σχηματισμού της παραμένει αμφίβολος. Κατά μία άποψη, θα έπρεπε να υποθέσουμε ως αρχικό τ. ένα αμάρτυρο προσηγορικό πυρFος —όπως υποδεικνύουν τα ανθρωπωνύμια ΠύρFος, ΠυρFίας, ΠυρFαλίων, καθώς και οι μυκην. τ. puwo, puwa, puwino—από όπου ο τ. πῡρός με αντέκταση και με εκφραστικό διπλασιασμό του -ρ- ο τ. πυρρός. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για δύο ανεξάρτητους παράλληλους σχηματισμούς από το θ. του πῦρ, ο ένας με επίθημα -Foς, το οποίο εμφανίζουν και άλλα επίθ. που δηλώνουν χρώμα (πρβλ. πολιός < πολιFός), και ο άλλος με επίθημα -σος /-ρος (πρβλ. πυρσός < πῦρ). Λιγότερο πιθ., τέλος, φαίνεται η άποψη ότι αρχικός ήταν ο τ. πυρσFος].

Greek Monotonic

πυρρός: -ά, -όν, Ιων. -ή, -όν· αλλά στην αρχ. Αττ. και Δωρ. πυρσός, -ή, -όν (πῦρ),·
1. φλογερός στο χρώμα, ερυθροκίτρινος· λέγεται για πρόσωπα με κόκκινα μαλλιά, όπως οι Σκύθες, Λατ. rufus, σε Ηρόδ.· λέγεται για το χρώμα της πρώτης γενειάδας, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. γενικά, κόκκινος, πυρρόχρωμος, ξανθοκόκκινος, Λατ. fulvus, λέων, σε Ευρ., Ξεν.
3. λέγεται για πρόσωπα επίσης, με κόκκινες ερυθριάσεις, σε Αριστοφ.· αλλά, κύων πύρσ' ἔχουσα δέργματα, προσβλέποντας με κόκκινα μάτια, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πυρρός: -ά, -όν, Ἀττ.· πυρρός, ή, όν, Ἰων.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς παλαιοτέροις Ἀττ. καὶ τοῖς Δωρ. πυρσός, ή, όν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 316, Εὐρ. Φοίν. 32, Ἡρ. Μαιν. 361, Μόσχ. 2. 70· (πῦρ). Φλογωπὸς τὸ χρῶμα, ἐρυθροκίτρινος, (πυρρὸν ξανθοῦ τε καὶ φαιοῦ κράσει γίγνεται Πλάτ. Τίμ. 68C, ἴδε Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 3, 6, Γαλην. 1. 397), ἐπὶ τοῦ κρόκου ᾠοῦ, Ἱππ. 663. 20· ἡ λευκότης γίγνεται πυρρὴ ὁ αὐτ. 292. 46· ἐπὶ καθιζήματος ἐν τοῖς οὔροις ὁ αὐτ. 1164F. 2) μάλιστα ἐπὶ τῶν ἐχόντων πυρρὰν κόμην, ὡς οἱ Σκύθαι, Λατιν. rufus (πρβλ. Πυρρίας), Ἡρόδ. 4. 108· πυρρὸν τὸ Σκυθικὸν γένος Ἱππ. 292. 44· π. τρίχες, κόμη Ἀριστ. Προβλ. 38. 2, κτλ.· ἡ χρόα στίλβουσα τῆς χαίτης πυρσότατον Πλουτ. Πελοπ. 22· ἐπὶ τοῦ χρώματος τῆς πρώτης γενειάδος παρ’ Ἕλλησι, γενειὰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 316· γένυες Εὐρ. Φοίν. 32· χείλεα Θεόκρ. 6. 3· - ἀκολούθως, 3) καθόλου, πυρρόχρους, ξανθός, ξανθοκόκκινος, Λατ. fulvus, λέων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 361, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 6, 1, Ἀνθολ. Π. 6. 263· βοῦς, ἵππος Πλούτ. 2. 363Β, Ἀποκάλ. Ϛ´, 4· τὰ χρώματα τῶν κυνῶν Ξεν. Κυν. 4, 7. 4) ἐπὶ χρώματος μᾶλλον ὡρισμένου· ἐρυθρός, χλανὶς Ἡρόδ. 3. 139· ῥόδον Μόσχ. 2. 70· τὸ πυρρόν, ἡ ἐρυθρότης, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 329. - Ἐπικ. συγκριτ. (ἀντὶ πυρρότερα), πυρώτερα φοινίσεσθαι Ἄρατ. 798. 5) ἐπὶ προσώπων, οὐ γὰρ τοθ’ ὑμεῖς βδεόμενοι δήπου’γένεσθε πυρροί; Ἀριστοφ. Ἱππ. 900 κύων... πύρσ’ ἔχουσα δέργματα, προσβλέπουσα μὲ ὀφθαλμοὺς ἐρυθρούς, Εὐρ. Ἑκ. 1265. ΙΙ. παροξ. Πύρρος, ὁ, ἕτερον ὄνομα τοῦ Νεοπτολέμου, Ἀπολλόδ. 3. 13, 8, κ. ἀλλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: blazing red, tawny, especially of hair (of the head) and haircovering, red (IA.; poet.).
Other forms: πυρσός (E., Mosch.).
Dialectal forms: Myc. puwo, -wa, -wino Gallavotti Par. del Pass. 12, 11.
Compounds: Compp., e.g. πυρρό- (πυρσό-)θριξ red-haired (E. in lyr., Arist., Poll.), ἐπί-πυρρος reddish (Arist., Thphr. a.o.; Strömberg Prefix Stud. 106).
Derivatives: 1. many popular-expressive formations: πυρρίας m. red-haired man, especially of slaves (Ar.), ΠυρϜίας PN (Corinth VIa; Latte Glotta 35, 296f.), ΠυρϜαλίων PN (Argos; Schulze Kl. Schr. 115 w. n. 3); πυρράκης with reddish hair-colour, "redskin" (LXX, hell. pap.), πυρρίχος red, of a bull (Theoc.), also as PN; from this πυρρίχη f. n. of a weapondance (Att.) with -ίχιος, -ιχίζω a.o.? 2. πύρρ-α f. n. of a bird (Ael.), -αία f. red robe? (Halic. IIIa). 3. πυρρό-της f. red hair-colour (Arist.). 4. verbs: πυρσ-αίνω to colour red (E. in lyr. a.o.), πυρρ-ίζω (LXX), -άζω (Ev. Matt.) to be red, of heaven, -ιάω to redden, to blush (late).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The relation of the Cor. horsename ΠυρϜος (Myc. Puwo, -wa, -wino? Gallavotti Par. del Pass. 12, 11) and ΠυρϜ-ίας, -αλίων (s. ab.) to IA. πυρρός, is not quite clear, as a PGr. *πυρϜος should have given in IA. *πυρός/πυρος. Therefore one posits since Hoffmann Dial. 3, 589 (s. also Schwyzer 335 f.) usually PGr. *πυρσϜός. πυρρός for *πυρός through expressive gemination? On the Ϝο-sufflx in colour-adj. Chantraine Form. 123, Schwyzer 472; on the phonetics also Lejeune Traité de phon. 119 n. 2, Forbes Glotta 36, 262f. Further s. πῦρ [?] and πυρσός (s.v. πῦρ and s.v.). Diff. Schulze Kl. Schr. 115f.: to Lith. pur̃vas dirt, muck; on this Fraenkel s.v. w. further lit. -- On derivv. from πυρρός in Lat. a. Rom. Kahane Glotta 39, 133 ff.

Middle Liddell

πυρρός, ή, όν [πῦρ]
1. flame-coloured, yellowish-red: of persons with red hair, like the Scythians, Lat. rufus, Hdt.; of the colour of the first beard, Aesch., Eur.
2. generally, red, tawny, Lat. fulvus, λέων Eur., Xen.
3. of persons also, red with blushes, Ar.; but, κύων πυρσ' ἔχουσα δέργματα glaring with red eyes, Eur.

Frisk Etymology German

πυρρός: (ion. att.; vorw. poet.),
{purrós}
Forms: πυρσός (E., Mosch.)
Meaning: feuerrot, lohfarben, bes. von Kopfhaar und Haarbekleidung, rot.
Composita: Kompp., z.B. πυρρό- (πυρσό-)θριξ rothaarig (E. in lyr., Arist., Poll.), ἐπίπυρρος rötlich (Arist., Thphr. u.a.; Strömberg Prefix Stud. 106).
Derivative: Davon 1. viele volkstümliche und expressive Bildungen: πυρρίας m. rothaariger Mensch, bes. von Sklaven (Ar.), Πυρϝίας PN (Korinth VIa; Latte Glotta 35, 296f.), Πυρϝαλίων PN (Argos; Schulze Kl. Schr. 115 m. A. 3); πυρράκης von rötlicher Haarfarbe, "Rothaut" (LXX, hell. Pap.), πυρρίχος rot, vom Stier (Theok.), auch als PN; davon πυρρίχη f. N. eines Waffentanzes (att.) mit -ίχιος, -ιχίζω u.a.? 2. πύρρα f. N. eines Vogels (Ael.), -αία f. ‘rotes Kleid?’ (Halik. IIIa). 3. πυρρότης f. rote Haarfarbe (Arist.). 4. Verba: πυρσαίνω rot färben (E. in lyr. u.a.), πυρρίζω (LXX), -άζω (Ev. Matt.) rot sein, vom Himmel, -ιάω erröten (sp.).
Etymology: Wie sich der kor. Pferdename Πυρϝος (myk. Pu-wo, -wa, -wino? Gallavotti Par. del Pass. 12, 11) und Πυρϝίας, -αλίων (s. ob.) zu ion. att. πυρρός verhalten, ist nicht ganz klar, da ein urgr. *πυρϝος im Ion. Att. *πῠρός hätte ergeben müssen. Deshalb setzt man seit Hoffmann Dial. 3, 589 (s. noch Schwyzer 335 f.) gewöhnlich urgr. *πυρσϝός an. Ob πυρρός für *πῠρός durch expressive Gemination? Zum ϝο-Sufflx in Farbenadj. Chantraine Form. 123, Schwyzer 472; zum Lautlichen noch Lejeune Traité de phon. 119 A. 2, Forbes Glotta 36, 262f. Weiteres s. πῦρ. Anders Schulze Kl. Schr. 115f.: zu lit. pur̃vas Schmutz, Dreck; darüber Fraenkel s.v. m. weiterer Lit. —Über Ableger von πυρρός im Lat. u. Rom. Kahane Glotta 39, 133 ff.
Page 2,631-632

Chinese

原文音譯:pu¸?Òj 匹而羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:火(紅的)
字義溯源:如火紅的,紅的,畢羅斯的;源自(πῦρ)*=火)註,這字的音譯。:畢羅斯,所巴特的父親( 徒20:4)
出現次數:總共(3);徒(1);啓(2)
譯字彙編
1) 紅(1) 啓12:3;
2) 是紅的(1) 啓6:4;
3) 畢羅斯的(1) 徒20:4

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἔχει τό χρῶμα τῆς φωτιᾶς, κοκκινομάλλης, ξανθός). Ἀντί τοῦ δωρ. πυρσός, ἀπό τό πῦρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

-όν rojizo de una imagen de Selene ὅταν δὲ ἴδῃς τὴν θεὰν πυρρὰν γινομένην cuando veas que la imagen de la diosa se vuelve rojiza P VII 890 de un becerro ἔχε δὲ καὶ φυλακτήριον θηλείας ὄνου ὀδόντα τῶν ἄνωθεν δεξιοῦ σ<ι>αγονίου ἢ μόσχου πυρροῦ ἱεροθύτου ten también como amuleto un diente de los de arriba del lado derecho de la quijada de un asno hembra o de un becerro rojizo ofrecido a los dioses P IV 2899 de cera ποίησον ἱπποπόταμον ἐκ κηροῦ πυρροῦ κοῖλον καὶ ἔνθες εἰς τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ... χρυσὸν καὶ ἄργυρον haz un hipopótamo hueco con cera rojiza P XIII 309