ξενογένεση
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Greek Monolingual
η
βιολ. η ετερογένεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenogenesis < ξένος + γένεσις.
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
η
βιολ. η ετερογένεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xenogenesis < ξένος + γένεσις.