κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
ξενώνυμος: -ον, ὁ ἔχων ξένον ὄνομα, μεταγεν.
ξενώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξενικό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].