ξενώνυμος

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξενώνυμος: -ον, ὁ ἔχων ξένον ὄνομα, μεταγεν.

Greek Monolingual

ξενώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξενικό όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].