νυμφοϋμενικός

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
ιατρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρθενικό υμένα και στα μικρά χείλη του γυναικείου αιδοίου
2. φρ. α) «νυμφοϋμενική αύλακα» — αύλακα που χωρίζει την εξωτερική επιφάνεια του παρθενικού υμένα από τα μικρά χείλη του γυναικείου αιδοίου
β) «νυμφοϋμενικά βοθρία» — πτυχώσεις της αύλακας αυτής.