νυμφοϋμενικός
From LSJ
Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit
Greek Monolingual
-ή, -ό
ιατρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρθενικό υμένα και στα μικρά χείλη του γυναικείου αιδοίου
2. φρ. α) «νυμφοϋμενική αύλακα» — αύλακα που χωρίζει την εξωτερική επιφάνεια του παρθενικού υμένα από τα μικρά χείλη του γυναικείου αιδοίου
β) «νυμφοϋμενικά βοθρία» — πτυχώσεις της αύλακας αυτής.