δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
ξενοθυτῶ, -έω (ΑΜ)θυσιάζω ξένους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -θυτῶ (< -θύτης < θύω), πρβλ. ιππο-θυτώ].