τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
ξενοπαγής, -ές (Α)
αυτός που έχει συντεθεί από ξένες ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-πάγ-ην), πρβλ: νεο-παγής, χαλκο-παγής].