μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
ξενοπαγής, -ές (Α)αυτός που έχει συντεθεί από ξένες ουσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-πάγ-ην), πρβλ: νεο-παγής, χαλκο-παγής].