ξενόφιλος
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
Greek (Liddell-Scott)
ξενόφιλος: -ου, ὁ, ὁ φιλῶν τοὺς ξένους, μεταγεν.: ὡς κύρ. ὄνομ. Ξενόφιλος, Ἐπιγρ. Ἀττ. παρὰ Boeckh. τ. 1, σ. 246, Ξεινόφιλος, παρὰ Σιμωνίδῃ ἐν Ἀνθ. Π. Παράρτ. 97, 3, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 324.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ξενόφιλος, ό)
αυτός που αγαπά και περιθάλπει τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + φίλος].