ξενόφιλος

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478

Greek (Liddell-Scott)

ξενόφιλος: -ου, ὁ, ὁ φιλῶν τοὺς ξένους, μεταγεν.: ὡς κύρ. ὄνομ. Ξενόφιλος, Ἐπιγρ. Ἀττ. παρὰ Boeckh. τ. 1, σ. 246, Ξεινόφιλος, παρὰ Σιμωνίδῃ ἐν Ἀνθ. Π. Παράρτ. 97, 3, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 324.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ξενόφιλος, ό)
αυτός που αγαπά και περιθάλπει τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + φίλος].