ξεροκέφαλος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
-η, -ο
1. διανοητικά νωθρός, χοντροκέφαλος
2. υπερβολικά ισχυρογνώμων, πεισματάρης.