ξεμυτίζω
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
Greek Monolingual
και ξεμυτώ, -άω
1. προβάλλω έξω
2. εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + μύτη.