ξεμυτίζω

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

και ξεμυτώ, -άω
1. προβάλλω έξω
2. εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + μύτη.