ξυλόγλυπτος

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ξυλόγλυπτος, -ον)
σκαλισμένος πάνω σε ξύλο («ξυλόγλυπτο τέμπλο»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ξυλόγλυπτο
έργο σκαλισμένο σε ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + γλυπτός.