ξυλόγλυπτος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
-η, -ο (Μ ξυλόγλυπτος, -ον)
σκαλισμένος πάνω σε ξύλο («ξυλόγλυπτο τέμπλο»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ξυλόγλυπτο
έργο σκαλισμένο σε ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + γλυπτός.