ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
η
1. ζωολ. γένος βλαβερών λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας noctuidae, που προσβάλλουν κυρίως τα αμπέλια
2. βοτ. παλαιότερος όρος για το ξύλωμα.