Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
ὁδεία και ὁδία, ἡ (Α) οδεύω1. πο-ρεία, ταξίδι2. πομπή, παρέλαση.