οδυνώμαι

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

(Α ὀδυνῶμαι, -άομαι και ιων. τ. ὀδυνῶμαι, -έομαι και ενεργ. τ. ὀδυνῶ, -άω) οδύνη
νιώθω ισχυρό πόνο («ὡς οὐδὲν ἥδιον τοῡ παύσασθαι ὀδυνώμενον», Πλάτ.)
αρχ.
(το ενεργ.) προξενώ σε κάποιον μεγάλη λύπη, τον κάνω να πονέσει.