Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυλοκέρατο

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

το (ΑΜ ξυλοκέρατον)
νεοελλ.
ο καρπός της ξυλοκερατιάς, το χαρούπι
μσν.-αρχ.
η χαρουπιά, γνωστή με τη λόγια ονομασία κερωνία η έλλοβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κέρατον].