έλλοβος

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔλλοβος, -ον)
(για καρπό) αυτός που αναπτύσσεται μέσα σε λοβό.