πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
ὀλιγοκάλαμος, -ον (Α)αυτός που έχει λίγους καλάμους, λίγα στελέχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + κάλαμος].