ολόιδιος
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
Greek Monolingual
-α, -ο
1. εντελώς ίδιος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος
2. εντελώς όμοιος, πανομοιότυπος.