ολόιδιος

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
1. εντελώς ίδιος, αμετάβλητος, αναλλοίωτος
2. εντελώς όμοιος, πανομοιότυπος.