ολομερής

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ὁλομερής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που έχει όλα τα μέρη του, πλήρης, ακέραιος, άρτιος
αρχ.
αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη.
επίρρ...
ολομερώς (Α ὁλομερῶς)
καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ομοιο-μερής].