ακέραιος

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

-αία και -αια και -αιη, -αιο και ακαίριος, -ια, -ιο (Α ἀκέραιος, -ον και -αία, -ον)
1. απείραχτος, άθικτος, ανέπαφος
«και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ακέρια», «ἀκέραιον ἀπολαμβάνειν τὴν πόλιν» (Ηρόδ. Γ, 146)
2. ολόκληρος, πλήρης, ατόφιος
«περιουσία ἀκεραία», «ἀκέραιος γῆ» (Πλάτ. Κριτ. 3b)
3. άδολος, έντιμος
«ακέραιος χαρακτήρας», «ἀκέραιος κριτής» (Διον. Αλ. 7, 4)
4. φρ. ακέραιοι αριθμοί Μαθημ.
οι φυσικοί αριθμοί 1, 2, 3..., οι αρνητικοί τους -1, -2, -3... και ο μηδέν.
αρχ.
1. αυτός που δεν περιέχει ξένες ουσίες, ο αμιγής
«ἀκέραιος οἶνος» (Διοσκ. 5, 6)
2. καθαρός στο γένος, στην καταγωγή «σπαρτῶν γένους ἀκέραιος» (Ευρ. Φοίν. 943)
3. αυτός που δεν έχει κακίες και πάθη, ο άσπιλος, ο αγνός
«ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεῳ λέχος» (Ευρ. Ελ. 48), «ἄπειρον καὶ ἀκέραιον δεῖ κακῶν ἠθῶν γεγονέναι» (Πλάτ. Πολιτ. 409a)
4. «ἐξ ἀκεραίου» — εκ νέου, από την αρχή (Πολύβ. 24, 4, 10) ή σε καλή κατάσταση (Πολύβ. 6, 24, 9), «ἐν ἀκεραίω ἐᾱν» — αφήνω κάτι απείραχτο, κατά μέρος (Πολύβ. 2, 2, 10).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < -κέρα-ιος < - στερητ. + ρίζα κερα- (πρβλ. κερα-ΐζω «καταστρέφω, ερημώνω») + επίθημα -ιος. Η σύνδεση με τη ρίζα κερα- ερμηνεύει σημασιολογικά την προέλευση της λ. (ακέραιος θα σήμαινε αρχικά «τον αβλαβή, απείραχτο, άθικτο», από όπου μετά η σημ. «ολόκληρος, πλήρης») και τή συνδέει με τη συνώνυμη και ομόρριζη λ. ἀκήρατος. Συγκεκριμένως, η διτυπία ἀκέραιος-ἀκήρατος αντιστοιχεί πρός τη διτυπία τών γεραιός-ἀγήρατος (από ρίζα γερα), όπου η μακρότητα (η) στο ἀκήρατος (αντί -κέρατος) πιθ. να οφείλεται στον βραχυντικό νόμο του Saussure για την αποφυγή των αλλεπάλληλων βραχέων ή σε ετυμολογική επίδραση της λ. κήρ (βλ. ἀκήρατος). Η σημ. «καθαρός, αμιγής» αποτελεί σημασιολογική εξέλιξη, στην οποία μπορούσε να οδηγήσει η ίδια η αρχική σημ. της λ. («άθικτος, ανέπαφος») με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) επίδραση του κεράννυμι «αναμειγνύω» (ἄκρατος / ἄκρητος). Ο νεοελλ. τ. ακέριος προήλθε από το ἀκέραιος με συνίζηση (πρβλ. παλαιός > παλιός). Ομοίως από τη σύνθεση του ακέριος με το όλος ( ολοακέριος > ολάκεριος) προήλθε το ολάκερος (πρβλ. καθάριος-ολοκάθαρος, όρθιος-ολόρθος κ.τ.ό.).
ΠΑΡ. αρχ.-νεοελλ. ακεραιότης, ακεραιότητα
αρχ.
ἀκεραιοσύνη
μσν.
ἀκεραιοῦμαι.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ολάκερος].