ολοφλόγιστος

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

-η, -ο
ο πολύ φλογισμένος, ο γεμάτος φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + φλογίζω. Η λ., στο θηλ. ολοφλόγιστη, μαρτυρείται από το 1823 στον Δ. Σολωμό].