ὀλιγοδίαιτος

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

[δῐ], ον,

   A living on little, Cephisodor. ap. Caryst. 7.

German (Pape)

[Seite 320] wenig zum Lebensunterhalt brauchend, Ath.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδίαιτος: -ον, ὁ διαιτώμενος μὲ ὀλίγα, λιτοδίαιτος, Ἀθήν. 548F.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀλιγοδίαιτος, -ον)
αυτός που ζει με λίγα, ο λιτοδίαιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο-δίαιτος].