ομοίωμα

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὁμοίωμα) ομοιώ
κατασκεύασμα όμοιο με ένα πρότυπο, απεικόνισμα, εικόνα («τὰ δὲ ἄλλα τούτοις ἐοικέναι καὶ εἶναι ὁμοιώματα», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «ομοίωμα ανθρώπου»
(σκωπτικώς) άνθρωπος που στερείται τών φυσικών ή ηθικών ιδιοτήτων οι οποίες χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο είδος
αρχ.
φρ. «ἐξ ὁμοιώματος» — σύμφωνα με όμοιες περιστάσεις, κατ' αναλογίαν, αναλόγως.