ομομήτριος

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὁμομήτριος, -ία, -ον, θηλ. δωρ. τ. ὁμοματρία)
αυτός που έχει γεννηθεί από την ίδια μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + μήτηρ, μητρός + κατάλ. -ιος. Το επίθ. μήτριος δεν μαρτυρείται (βλ. λ. μητρώος)].