ψυχρός
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
ά, όν,
A cold, χάλαζα, νιφάδες, χιών, Il.15.171, 19.358, 22.152; ψ. χαλκός (as we say 'cold steel') 5.75: freq. of water, ψ. ὕδωρ Od.9.392, Th.2.49; ψυχρόν (without ὕδωρ) Thgn.263; λοῦνται ψυχρῷ Hdt.2.37; ἀναγαργαρίζεσθαι ψυχρῷ IG42(1).126.30 (Epid., ii A. D.) (but τὸ ψυχρὸν also = ψῦχος, cold, Hdt.1.142); ψ. ὥστε λούσασθαι X.Mem.3.13.3: of the air, αὔρη ψ. Od.5.469; αἰθήρ Pi.O.13.88 (s. v. l.); νύκτες Th.7.87; κυνὸς ψυχρὰ δύσις S.Fr.432.11; ψ. βίος life in the cold, Ar.Pl.263: esp. of dead things, νέκυς (opp. θερμὸν αἷμα) S.OC622; of cold meats, Alex.173.4, etc.; of a snake, Theoc.15.58: Comp. -ότερος Hdt.2.22, Pl.Phlb.24b: Sup. -ότατος D.S.1.41. II metaph., 1 ineffectual, vain, ἐπικουρίη ψ. Hdt.6.108; ἐπαρθεὶς ψυχρῇ νίκῃ Id.9.49; ψ. παραγκάλισμα S.Ant.650; θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι καρδίαν ἔχεις a hot spirit in a cold business, ib.88. 2 of feelings, ψ. τέρψις, ἐλπίς, E.Alc.353, IA1014. 3 of persons, cold-hearted, heartless, indifferent, X.Cyr.8.4.22, 23; ψ. καὶ μελαγχολικοί Arist.MM 1203b1; ἐκ σιδάρου κεχάλκευται μέλαιναν καρδίαν ψυχρᾷ φλογί Pi.Fr. 123.5; οὔτε ψ. εἶ οὔτε ζεστός Apoc.3.15. 4 of flat, lifeless, insipid productions, τὸν Παλαμήδην (the play so named) ψυχρὸν ὄντ' αἰσχύνεται Ar.Th.848; σκῶμμα . . σφόδρα ψ. Eup.244; ψ. καὶ ἀηδὴς [Μοῦσα] Pl.Lg.802d; ἕωλα καὶ ψ. D.21.112; πρᾶγμα . . φρέατος . . ψυχρότερον Ἀραρότος Alex.179, cf. Arist.Rh.1405b34, Demetr.Eloc.114, etc.: hence jokes in Ar.Ach.138-140, Machoap.Ath.13.580a; also of authors themselves, γίνεται ψυχρός D.H.Isoc.3. Adv., ὁ δ' αὖ Θέογνις ψυχρὸς ὢν ψυχρῶς ποιεῖ Ar.Th.170; σκώψαντι ψ. ἐπιγελάσαι to laugh at a feeble joke, Thphr.Char.2.4; τοὺς γοῦν ψυχροὺς ψ. λέγουσι διαλέγεσθαι Pl.Euthd.284e. 5 silly, γραϊδίοις ψυχροῖς ὁμιλοῦντες Jul.Ep.89b. [Written ψυχθρός IG12(5).1104 (Syros, ii A. D.); cf. conversely μάκρα for μάκτρα (ψυχρός orig. 'cooled by blowing' from ψύχω 'blow').]