ονειροπόληση
From LSJ
Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft
Greek Monolingual
η (Α ὀνειροπόλησις) ονειροπολώ
η ενέργεια του ονειροπολώ, το να πλάθει κάποιος κάτι ευχάριστο, στη φαντασία του, να πλανιέται στον κόσμο τών ονείρων, ρεμβασμός.