ονοματογραφία
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek Monolingual
ὀνοματογραφία, ἡ (Α)
1. καταγραφή ονομάτων σε κατάλογο
2. ονομαστικός κατάλογος προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -γραφία].