τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
ὀνοματογραφία, ἡ (Α)1. καταγραφή ονομάτων σε κατάλογο2. ονομαστικός κατάλογος προσώπων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -γραφία].