κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ὀνόπυξος, ὁ (Α)το φυτό ονόπορδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + πύξος «είδος φυτού»].