πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
ὀνοματοποιός, ὁ (Α)αυτός που επινοεί ονόματα ή λέξεις, ιδίως κατά απομίμηση φυσικών ήχων.[ΕΤΥΜΟΛ. < όνομα, -ατος + -ποιός].