Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
ὀξυηχής, -ές (Α)
οξύηχος, αυτός που ηχεί οξέως, που έχει οξεία φωνή, οξύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ηχής (< ἦχος), πβλ. πολυ-ηχής].