ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth
ὀνοκόπος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. θυρο-κόπος.