οξυμελής

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

ὀξυμελής, -ές (Α)
αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -μελής (< μέλος), πρβλ. ηδυ-μελής].