ὁπλοδιδάσκαλος
English (LSJ)
ὁ, = foreg., ib.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλοδῐδάσκᾰλος: ὁ, = τῷ προηγ., Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α ὁπλοδιδάσκαλος)
ειδικός που διδάσκει τη χρήση όπλων, ιδίως τών αγχέμαχων.
ὁ, = foreg., ib.
ὁπλοδῐδάσκᾰλος: ὁ, = τῷ προηγ., Γλωσσ.
ο (Α ὁπλοδιδάσκαλος)
ειδικός που διδάσκει τη χρήση όπλων, ιδίως τών αγχέμαχων.