οπλοδόκη

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

η
ναυτ. ξύλινη κατασκευή στους θαλάμους πολεμικών πλοίων για την όρθια τοποθέτηση τών όπλων, αλλ. οπλοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. λογχο-δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].