φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
ὀπταλέος, -α, -ον (Α)οπτός, ψημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (ΙΙ) «ψημένος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. εφθ-αλέος)].