ὀπταλέος
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
English (LSJ)
α, ον, (ὀπτάω) roasted, broiled, κρειῶν πίνακας παρέθηκε.. ὀπταλέων Od.16.50; ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι Il.4.345; κρέα.. ὀπταλέα τε καὶ ὠμά Od.12.396; opp. ἑφθός (boiled), Ath.9.380c.
German (Pape)
[Seite 363] gebraten; κρέα, Od. 16, 50 Il. 4, 345; Gegensatz ὠμός, Od. 12, 396; καὶ τὸ μὲν ὀπταλέον ἐστὶν αὐτοῦ, τὸ δὲ ἑφθόν, Ath. IX, 380 c, vgl. Matro ib. IV, 135 e, wo sonst ὀπτανέος gelesen wurde. – Später auch = gebacken, πλίνθος, Paul. Sil.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
rôti, grillé.
Étymologie: ὀπτάω.
Russian (Dvoretsky)
ὀπτᾰλέος:
1 жареный (κρέα Hom.);
2 обожженный (πλίνθος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπτᾰλέος: -α, -ον, (ὀπτάω) ὀπτός, κρείων πίνακας παρέθηκε… ὀπταλέων Ὀδ. Π. 50· ὀπταλέα κρέα ἔδμεναι Ἰλ. Δ. 345· κρέα... ὀπταλέα τε καὶ ὠμὰ Ὀδ. Μ. 396· ἀντίθετ. τῷ ἑφθὸς (βραστὸς) Ἀθήν. 380C, πρβλ. Μάτρωνα αὐτόθι 135Α.
English (Autenrieth)
(ὀπτός): roasted.
Greek Monolingual
ὀπταλέος, -α, -ον (Α)
οπτός, ψημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (ΙΙ) «ψημένος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. εφθαλέος)].
Greek Monotonic
ὀπτᾰλέος: -α, -ον (ὀπτάω), ψητός, ψημένος στη σχάρα, σε Όμηρ.