οπωρεύς
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
ὀπωρεύς, -έως, ὁ (Α)
προσωνυμία του Διός στην Ακραιφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].