διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
ὀρειγενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε στα όρη («ὀρειγενέος κορίοιο», Νικ.)
2. ορεινός («ὀρειγενῆ σπήλαια», Μοσχί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο-γενής].